- κάταργμα
- κάταργμα, τὸ (Α) [κατάρχω](μόνο στον πληθ.) τὰ κατάργματαοι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα κατά την έναρξη τής τελετής («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταργμάτων — κάταργμα first offerings neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάργματα — κάταργμα first offerings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάργματος — κάταργμα first offerings neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάταργμα — άργματος, τὸ, Α η σπονδή που γινόταν πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κάταργμα «πρώτη προσφορά, προσφορά κατά την έναρξη τής τελετής» (< κατάρχω)] … Dictionary of Greek